- Καταλανός
- -ήο κάτοικος τής Καταλωνίας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαραγκάρ, Χαθάντο — Καταλανός ποιητής. Βλ. λ. Βερνταγκουέρ, Χαθάντο … Dictionary of Greek
Λούλιο, Ραμόν — (Raymond Lully, Πάλμα Μαγιόρκας 1233; – Μαγιόρκα 1315). Καταλανός ποιητής, φιλόσοφος και θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και διετέλεσε οικονόμος του βασιλιά της Μαγιόρκας (1256). Μετά την ενόραση κάποιας οπτασίας, σε ηλικία τριάντα… … Dictionary of Greek
Μοροκαταλάνοι — και Μοροκατελάνοι, οἱ (Μ) Μόροι και Καταλάνοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μόρος + Καταλάνος] … Dictionary of Greek
αλαμάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Ναυτικός από την Άνδρο. Υπηρέτησε στα πλοία του καπετάν Ανδρουλή, του Καρακωνσταντή και του Ιωάννη Μακρή. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά της τουρκικής ναυαρχίδας, που ανατίναξε ο Κανάρης στη Χίο. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
καταλανικός — ή, ό και καταλάνικος ή κατελάνικος, η, ο (Μ καταλανικός, ή, όν) [Καταλανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καταλωνία ή στους Καταλανούς («καταλανική γλώσσα») νεοελλ. φρ. «καταλανικό εγχειρίδιο» μικρό αμφίστομο μαχαίρι με οξύτατη αιχμή … Dictionary of Greek
καταλανισμός — ὁ πολιτικό κίνημα τών Καταλανών για πολιτική αυτονομία στη χώρα τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καταλανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κων. Α. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
Βερνταγκουέρ, Χαθίντο — (Jacinto Verdaguer, Φολγκαρόλας 1845 – Βαλβιντρέρα 1902). Καταλανός ποιητής, εθνικός ποιητής των Καταλανών (η ορθή προφορά του επιθέτου στα καταλανικά είναι Βαραγκάρ). Ενώ είχε ακολουθήσει το ιερατικό στάδιο, πολύ νέος ανακάλυψε το ποιητικό του… … Dictionary of Greek
Γκίζι — Ghizi και Ghisi). Επώνυμο Βενετών αρχόντων των Κυκλάδων (12ος 15ος αι.). Ο βενετικός αυτός οίκος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτές του ήταν οι αδελφοί Ανδρέας και Ιερεμίας Γ., οι οποίοι με την έγκριση του δούκα της … Dictionary of Greek
Μποσκάν ι Αλμογκαβέρ, Χουάν — (Juan Boscαn y Almogaver, Βαρκελώνη περ. 1490 – 1542). Καταλανός ποιητής. Έζησε στην αυλή των καθολικών βασιλιάδων, όπου γνώρισε τον ποιητή Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Έγραψε στα καστιλιάνικα, εφαρμόζοντας την ιταλική… … Dictionary of Greek
Ουγκέτ Χάιμε — (Heime, 15ος αι.). Καταλανός ζωγράφος. Χάρη σε αυτόν η Καταλονία κατόρθωσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της τοπικής της παράδοσης απέναντι στις ισχυρές φλαμανδικές επιδράσεις που είχε μεταφέρει στην Ισπανία ο Γιάν βαν Άυκ. Η ζωγραφική του Ο. στα … Dictionary of Greek